- λύμαξ
- Ονομασία ποταμού της Φιγαλίας κατά την αρχαιότητα, που εξέβαλλε στον Νέδα. Στο σημείο αυτό υπήρχαν θερμά νερά και το ιερό της θεάς Ευρυνόμης, που ήταν μισή γυναίκα και μισή ψάρι. Η παράδοση αναφέρει ότι η Ρέα με τις νύμφες είχαν πλύνει τον Δία αμέσως μετά τη γέννησή του σε αυτό τον ποταμό.
* * *λῡμαξ (Α)στον πληθ. λύμακες(κατά τον Ησύχ.) «πέτραι».[ΕΤΥΜΟΛ. < λῦμα (I), σχηματισμός σε -αξ, -ακος (πρβλ. βώλαξ, λίθαξ)].
Dictionary of Greek. 2013.